λαφιάζω

λαφιάζω
αλαφιάζω, φοβίζω, τρομάζω κάποιον ή τρομάζω ο ίδιος, ξαφνιάζομαι, ταράζομαι, φοβάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάφι ή αλαφιάζω (με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος) < αλάφι ή ελαφιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λάφιασμα — το [λαφιάζω] αλάφιασμα, ξάφνιασμα, ταραχή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”